- καμπτηρία
- καμπ-τηρία, ἡ, = foreg. 11, Tz.H.8.27:— also [suff] καμπ-τήριος (sc. νύσσα), Sch.Opp.H.1.205.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καμπτηρία — καμπτηρία, ἡ (Μ) [καμπτήρ] η στροφή γύρω από τη νύσσα* … Dictionary of Greek
καμπτηρίας — καμπτηρίᾱς , καμπτηρία fem acc pl καμπτηρίᾱς , καμπτηρία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)